Κ. Κεχρή: Ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών, η ώρα της υπευθυνότητας
Της Κάκιας Κεχρή,
P&C Retail Technical Manager, Generali Hellas
Η ασφάλιση αναδεικνύεται συνεχώς, τα τελευταία χρόνια, ως ένα από τα σημαντικότερα θέματα στις συζητήσεις ειδικών και πολιτών. Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, οι όποιες τοποθετήσεις δεν χωρούν αβάσιμες θέσεις, καθώς τα γεγονότα μας έχουν ήδη προλάβει. Η έλευση της κλιματικής αλλαγής και τα φαινόμενα με τα οποία κάνει αισθητή την παρουσία της είναι ήδη εδώ και δοκιμάζουν τις αντοχές της Κοινωνίας και της Πολιτείας.
Η πρόσφατη κακοκαιρία Daniel, η οποία επέφερε εκτεταμένες ζημιές στη χώρα μας, έθεσε στο επίκεντρο το ζήτημα της ασφάλισης ως αποτέλεσμα μιας πραγματικής και επιτακτικής ανάγκης. Ασφαλώς, εν μέσω εντάσεων, οι συνθήκες δεν είναι οι ιδανικότερες για έναν διάλογο, ταυτόχρονα, όμως, τα χρονικά περιθώρια για μία ουσιαστική αλλαγή είναι στενά. Αυτό σημαίνει ότι κάθε υπεύθυνος πολίτης και κάθε σοβαρός επιχειρηματίας οφείλει να προστατέψει όλα όσα έχει δημιουργήσει.
Οι πιθανές αμφιβολίες περί της αξιοπιστίας του κλάδου έχουν πλέον καμφθεί, καθώς την ώρα της αλήθειας, την ώρα δηλαδή των αποζημιώσεων, η ασφαλιστική βιομηχανία και, κατ’ επέκταση, οι ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες απέδειξαν ότι διαθέτουν και την κεφαλαιακή επάρκεια αλλά και την τεχνογνωσία, για να αναλάβουν τους κινδύνους από τις φυσικές καταστροφές. Λειτουργώντας κάτω από ένα πολύ αυστηρό ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο (Solvency II) και υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος διασφαλίζεται η αποτελεσματική τους λειτουργία και η άμεση ανταπόκριση έναντι των ανειλημμένων κινδύνων. Την εικόνα αυτήν επιβεβαιώνουν τα διαθέσιμα συνολικά εποπτικά ίδια κεφάλαια, ύψους €3,8 δισ., που είναι διπλάσια των απαιτούμενων με βάση το θεσμικό πλαίσιο, και ο Δείκτης Φερεγγυότητας που βρίσκεται μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη, στο 184,6%.
Ωστόσο, στην Ελλάδα παρατηρείται το εξής παράδοξο: παρά τα σαφή και μη αμφισβητήσιμα στοιχεία, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί η δημιουργία ισχυρής ασφαλιστικής συνείδησης. Σε αυτό, το δίχως άλλο, σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν τόσο οι ασφαλιστικές εταιρείες όσο και η Πολιτεία. Οι μεν πρώτες γιατί δεν κατάφεραν να αναδείξουν έγκαιρα την αυταξία της ασφάλισης, ενώ το κράτος, με τη συνεχή αρωγή προς τους πληγέντες, δημιούργησε μια απαιτητική προσδοκία ανταπόκρισης από την πλευρά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η καταγραφή του πολύ υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης, που φτάνει το 70%, η οποία δεν μεταφράζεται αντίστοιχα σε ασφαλιστική κάλυψη, καθώς σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα της ΕΑΕΕ μόνο το 17% των 6,4 εκατ. κατοικιών είναι ασφαλισμένες. Πολύ, δε, περισσότερο απέχουμε από το να μιλήσουμε για υποχρεωτική ασφάλιση, καθώς, παρά το γεγονός ότι το μηνιαίο κόστος ασφάλισης σε σχέση με το κόστος που θα κληθεί να καλύψει ο πολίτης για μια κατοικία, η οποία καταστράφηκε και δεν είναι ασφαλισμένη, είναι πολύ χαμηλότερο, οι ιδιώτες στην Ελλάδα δεν φαίνεται να κινητοποιούνται.
Η κακοκαιρία Daniel ίσως να είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αλλάξουν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Μέσα στη δυσκολία του ίδιου του γεγονότος διαφαίνεται ότι υπάρχει, ταυτόχρονα, ένα θετικό momentum και η πολιτική βούληση ως προς αυτό. Είναι η στιγμή στην οποία οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να αξιοποιήσουν τα δεδομένα και την εμπειρία που τους προσέφεραν τα τελευταία γεγονότα και να αναβαθμίσουν τα προϊόντα, αλλά κυρίως τις υπηρεσίες τους προς τους ασφαλισμένους.
Στην Generali, τα οικοσυστημικά προγράμματα του Home On δίνουν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός πακέτου καλύψεων, που μπορεί να προφέρει ασφάλεια και υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, όχι μόνο τη στιγμή της ζημιάς αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Ταυτόχρονα, η φορολογική έκπτωση που έθεσε σε εφαρμογή το κράτος και αναλογεί στις ασφαλισμένες κατοικίες είναι ένα επιπλέον κίνητρο, που υπογραμμίζει το βάρος που δίνουν οι θεσμοί στην επίτευξη του σχεδιασμού για την αύξηση του αριθμού των ασφαλισμένων περιουσιών.
Η ασφάλιση περιουσίας είναι μια κατεξοχήν πράξη ευθύνης απέναντι σε όσα αγαπάμε, σε όσα έχουμε δημιουργήσει και –χωρίς υπερβολή– απέναντι στην κοινωνία. Αν επαληθευτεί η πιθανότητα –βάσει των επιστημονικών παρατηρήσεων– στο εγγύς μέλλον τα φυσικά φαινόμενα να ενταθούν ή αυξηθούν, τότε το κόστος από τις φυσικές καταστροφές θα αυξηθεί κατακόρυφα. Σε αυτόν τον υπολογισμό εάν προστεθεί και το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια σεισμογενής χώρα, τα μεγέθη αυξάνουν. Αυτό σημαίνει ότι περιορίζεται σημαντικά η οικονομική άνεση του κρατικού ταμείου, δεδομένης και της δαπάνης μεγάλων ποσών για επιχορηγήσεις, ανακατασκευές υποδομών ή και τη δημιουργία νέων. Ως εκ τούτου, τίθεται ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς η περιορισμένη φορολογική βάση της χώρας επιβαρύνει αποκλειστικά αυτούς που, όντας συνεπείς, καλούνται να πληρώσουν τις ζημιές. Είναι, λοιπόν, η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε σοβαρά όχι για ασφάλιση αλλά για ασφάλεια, όχι για κάλυψη αλλά για πραγματική φροντίδα, έννοιες δομικές για την ισορροπία και την ευημερία των πολιτών ως μονάδων και της κοινωνίας ως συνόλου.