Ιδιωτική ασφάλιση υγείας στην Ελλάδα: Από την αναγκαιότητα στην αναδιάρθρωση

του Πάνου Δημητρίου, CEO Generali Hellas
Η ασφαλιστική βιομηχανία βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πολυπαραγοντικής πρόκλησης: αυξανόμενο κόστος υγείας, μεταβολές στη νοσηρότητα, γήρανση πληθυσμού και έντονη πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα. Η Ελλάδα, με ασφαλιστική διείσδυση της τάξης του 2,3% του ΑΕΠ (έναντι 7,5% στην Ευρώπη των 27), παραμένει μια υποασφαλισμένη χώρα, ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας, όπου η κάλυψη μέσω ιδιωτικών συμβολαίων αντιστοιχεί μόλις στο 15% της δαπάνης για ιδιωτικές υπηρεσίες.
Η ετήσια ιδιωτική δαπάνη υγείας εκτιμάται στα €6 δισ., εκ των οποίων μόνο €1 δισ. καλύπτεται από ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται απευθείας από τον πολίτη (out-of-pocket), με το χάσμα αυτό να αποτελεί -ταυτόχρονα- πρόκληση και ευκαιρία για τον ασφαλιστικό κλάδο.
Η αύξηση των αποζημιώσεων λόγω πληθωριστικών πιέσεων στον ιατρικό τομέα, η τεχνολογική αναβάθμιση των υπηρεσιών και η μετατόπιση της ζήτησης προς premium παροχές δημιουργούν ισχυρές πιέσεις στις αναλογιστικές βάσεις των προϊόντων. Ο κλάδος υγείας στην Ελλάδα παρουσίασε αδικαιολόγητα υψηλές, πολλαπλάσιες του πληθωρισμού αυξήσεις αποζημιώσεων όχι μόνο το 2025 αλλά και στις προηγούμενες οικονομικές χρήσεις.
Είναι προφανές πως αυτές οι δυναμικές επιβάλλουν αύξηση στα ασφάλιστρα, προκειμένου να διατηρηθεί η τεχνική επάρκεια των προϊόντων. Ωστόσο, η κατανόηση και η αποδοχή τέτοιων αυξήσεων από το κοινό προϋποθέτει επαρκή τεκμηρίωση και συνέπεια στον σχεδιασμό, στοιχεία που ενισχύουν την εμπιστοσύνη και καθιστούν τις ασφαλιστικές σχέσεις ανθεκτικές, καθώς ο καταναλωτής ήδη αδυνατεί να αναλάβει το κόστος των αυξήσεων. Η Generali πιστεύει ακράδαντα στην ανάγκη για χρήση επίσημων, αντικειμενικών δεδομένων και μεθοδολογικά αξιόπιστων εργαλείων για τον επανακαθορισμό των ασφαλίστρων σε ετήσια βάση, στο πλαίσιο ενός τεχνικά τεκμηριωμένου, σταθερού και πελατοκεντρικού πλαισίου που σέβεται τον ασφαλισμένο. Άλλωστε, στόχος δεν είναι η αντιμετώπιση των συγκυριακών αυξήσεων αλλά η δημιουργία συνθηκών διαρκούς ισορροπίας, με βάση πραγματικές ανάγκες και μακροχρόνιες τάσεις.
Στην ίδια κατεύθυνση, οι λύσεις τεχνητής νοημοσύνης και τα predictive analytics που επιτρέπουν τη δυναμική αξιολόγηση κινδύνου, με βάση πραγματικά δεδομένα υγείας, πρότυπα χρήσης υπηρεσιών και κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη πιο ευέλικτων, προσωποποιημένων προϊόντων πρόληψης και διαχείρισης κινδύνου. Η Generali αξιοποιεί τα δεδομένα αυτά, ενισχύοντας τη value-for-money εκτίμηση του πελάτη, ενώ μειώνει τον μακροπρόθεσμο ασφαλιστικό κίνδυνο.
Ωστόσο, το στοιχείο που ανεβάζει συχνά τους τόνους στον τρέχοντα διάλογο, είναι η συζήτηση για την «ιδιωτικοποίηση» της υγείας η οποία συχνά εκτρέπεται από τα πραγματικά δεδομένα. Κι εδώ πρέπει να γίνει σαφές ότι το ιδιωτικό σύστημα δεν καλείται να υποκαταστήσει το ΕΣΥ, αλλά να το ενισχύσει συμπληρωματικά. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA), τα υβριδικά συστήματα υγείας – με συνδυασμό δημόσιας και ιδιωτικής συμμετοχής – επιτυγχάνουν βέλτιστη αποδοτικότητα, καθώς περιορίζουν την αναμονή, αυξάνουν την επιλογή και ενισχύουν την ατομική υπευθυνότητα.
Η Ελλάδα, με μέσο χρόνο αναμονής για χειρουργικές επεμβάσεις άνω των 4 μηνών σε πολλές περιφέρειες, χρειάζεται ένα πιο ευέλικτο σύστημα χρηματοδότησης και πρόσβασης. Η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να αποτελέσει μοχλό αποσυμφόρησης, εφόσον ενταχθεί σε ένα συνολικό εθνικό σχέδιο υγείας. Επιπρόσθετα, σημαντική είναι και η υιοθέτηση μιας διαφορετικής προσέγγισης που θα δίνει έμφαση στην πρόληψη, μειώνοντας την αλόγιστη συνταγογράφηση φαρμάκων αλλά και εξετάσεων, που δεν προσφέρουν κάτι στην αξιολόγηση της υγείας των πολιτών, αντιθέτως δε, συχνά την επιβαρύνουν.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, όπου το 25% του πληθυσμού διαθέτει ιδιωτικό συμβόλαιο υγείας, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των ασφαλίστρων διαμορφώνεται στο 3,1% – σαφώς χαμηλότερος από την Ελλάδα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ενοποιημένων δικτύων παρόχων, μακροχρόνιων συμβολαίων και συστημάτων cost-sharing. Στη Σουηδία, το 14% του πληθυσμού διαθέτει ιδιωτική ασφάλιση, όχι ως πολυτέλεια αλλά ως επιλογή πρόληψης και ταχείας πρόσβασης σε εξειδικευμένες υπηρεσίες.
Η Generali παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν στην ασφαλιστική αγορά και κινείται σε παρόμοια κατεύθυνση, αναπτύσσοντας προϊόντα με δομημένη πρόσβαση σε δίκτυα, λελογισμένα τιμολόγια και ενσωματωμένα ψηφιακά εργαλεία, ώστε η εμπειρία του ασφαλισμένου να είναι ουσιαστική και προληπτική, και να μην αφορά μόνο τη στιγμή της αποζημίωσης.
Η σημερινή συγκυρία απαιτεί από τον ασφαλιστικό κλάδο να κινηθεί με σύνεση, τεχνική αρτιότητα και κοινωνική υπευθυνότητα. Η άνοδος του κόστους υγείας και οι αυξανόμενες αποζημιώσεις δεν αφήνουν περιθώριο εφησυχασμού. Η προσαρμογή των ασφαλίστρων είναι αναγκαία, αλλά πρέπει να βασίζεται σε μεθόδους υπολογισμού διαφανείς, θεσμικά κατοχυρωμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες.
Ως Generali, αναγνωρίζουμε τη σημασία ενός σταθερού πλαισίου αξιολόγησης του κόστους, προσεγγίζοντας αυτή τη συζήτηση με αίσθημα ευθύνης και πίστη στις δυνατότητες του κλάδου να δημιουργήσει αξία για τον άνθρωπο και τo ευρύτερο σύνολο, καθώς πιστεύουμε ότιη ιδιωτική ασφάλιση δεν είναι απλώς ένας οικονομικός δείκτης αλλά ένας πυλώνας κοινωνικής συνοχής και υγειονομικής ασφάλειας. Και αυτός ο ρόλος μπορεί να εκπληρωθεί μόνο μέσα από υπεύθυνη τιμολόγηση, καινοτόμα προϊόντα και ανθρώπινη προσέγγιση. Η Generali είναι εδώ για να διαμορφώσει το αύριο της υγείας – με τεχνογνωσία, διαφάνεια και σταθερή προσήλωση στην ανθρώπινη αξία καθώς προσεγγίζει την ασφάλιση υγείας όχι ως προϊόν αλλά ως πυλώνα ευεξίας που χρειάζεται θεσμική στήριξη, επιστημονική ακρίβεια και αμοιβαία εμπιστοσύνη.