Οι πρώτοι μέτοχοι & η ίδρυση της Generali | Generali

Οι πρώτοι μέτοχοι & η ίδρυση της Generali

Η Τεργέστη ήταν αυτή που ευνόησε την ίδρυση της Generali το 1831. Επρόκειτο για μία πόλη μοντέρνα με όρους αστικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς, προϊόν μιας οικονομικής στρατηγικής μιας αυτοκρατορίας που επιθυμούσε ένα μοναδικό λιμάνι για το εμπόριο από και προς το εξωτερικό. Όπως η πόλη, έτσι και η εταιρία είχε κοσμοπολίτικη ψυχή. Επιχειρηματίες διαφορετικών γλωσσών, εθνοτήτων και θρησκειών υπέγραψαν την πράξη ίδρυσης της Τεργέστης. Η Βόρεια Ιταλία, εκπροσωπούταν ιδιαίτερα, καθώς επρόκειτο για εδάφη που ανήκαν στην Αυστριακή Επιρροή. Η πλειοψηφία ήταν μέτοχοι της Τεργέστης, που εξέφραζαν τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα που συνδέονταν με την Κεντρική Ευρώπη.

Η Generali προέκυψε από μία ένωση εμπορικών και τραπεζικών οίκων και αποσκοπούσε από την αρχή να στοχεύσει εκείνες τις αγορές που βρίσκονταν στο πεδίο των συμφερόντων των δικών της συμβαλλόμενων, πολύ έμπειρων επιχειρηματιών με συγκεκριμένα πεδία γνώσεων. Τέτοια βάση, τόσο προσανατολισμένη σε μια ανοιχτή κουλτούρα απαιτούσε μία μοντέρνα εταιρική δομή ικανή να την προωθήσει.

Εκείνη την εποχή, ειδικά στην Ιταλική χερσόνησο, το σύστημα οργάνωσης και λήψης αποφάσεων των εταιριών ήταν καθετοποιημένο. Το ευρέως χρησιμοποιούμενο σύστημα ήταν περιορισμένη συνεργασία, δημιουργώντας μια ιεραρχία μεταξύ των εταίρων. Ο Giuseppe Lazzaro Morpurgo επέλεξε ένα διαφορετικό μοντέλο για την Generali: μια εταιρία με εκτεταμένες εταιρικές βάσεις, υιοθετώντας την τυπολογία της μετοχικής εταιρίας. Αν και αυτό είναι συνηθισμένο σήμερα, εκείνη την εποχή ήταν κάτι σχετικά καινούργιο καθώς οι μετοχικές εταιρίες είχαν αναγνωρισθεί με τον Αστικό Κώδικα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων το 1816. Για την Generali, ωστόσο, ήταν η ιδανική επιλογή όχι μόνο επειδή ταίριαζε στις ιδρυτικές αρχές της εταιρίας αλλά επειδή θα αναδείκνυε τα καλύτερα στοιχεία των ίδιων των μετόχων.

Οι πρώτοι μέτοχοι της Generali ήταν ασφαλιστές, ιδιοκτήτες συναλλαγματικών οίκων και παραδοσιακές οικογένειες εμπόρων. Εκτός από την Τεργέστη, οι πόλεις που εμφανίζονται περισσότερο στις λίστες είναι η Βενετία, η Πάδουα, η Βερόνα και Φερράρα, η Βιέννη και η Λουμπλιάνα. Το μεγάλο μετοχικό κεφάλαιο των 2 εκ. Αυστριακών φιορινιών (περίπου 2,5% του εμπορικού ισοζυγίου της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, αποτελούμενο από 2,000 μετοχές των 1,000 φιορινιών η καθεμία, 10 φορές μεγαλύτερο από τον μέσο προϋπολογισμό εταιριών της αγοράς εκείνης της εποχής) και η υιοθέτηση του νομικού πλαισίου της κοινής μετοχικής εταιρίας, έφεραν τεράστια κέρδη.

Και όχι μόνο επειδή έδωσαν τη δυνατότητα σε πιο πεπειραμένα μέλη να παρεμβαίνουν άμεσα στη διοίκηση της εταιρίας, αξιοποιώντας στο έπακρο τη διεθνή της προδιάθεση, αλλά επειδή επέτρεψε στην εταιρία να αντιμετωπίσει τους κλυδωνισμούς στους κλάδους με επαρκή κεφαλαιοποίηση και συγχρόνως να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ των ασφαλισμένων και των τοπικών επενδυτών, που θεωρούσαν την κατανομή κερδών ως έναν ασφαλή τρόπο για να επενδύσουν το εισόδημα από τις εμπορικές επιχειρήσεις τους.

Οι μετοχές, με ονομαστική αξία 1,000 φιορινίων η κάθε μία (που αντιστοιχούν σε περίπου 22,000 ευρώ σήμερα) αντιπροσώπευαν μία σημαντική επένδυση. Πάνω από όλα, επέτρεπε σε όλους τους μετόχους να συμμετέχουν στη ζωή της εταιρίας ψηφίζοντας στις γενικές συνελεύσεις σύμφωνα με το μερίδιό τους στο κεφάλαιο. Αυτοί που είχαν από 1 έως 5 μετοχές είχαν δικαίωμα 1 ψήφου (οι ιδρυτές χρειάζονταν μόνο 1), από 6 έως 10 μετοχές είχαν δικαίωμα 2 ψήφων και από 11 και πάνω 3 ψήφους. Οι μέτοχοι δεν μπορούσαν να εκπροσωπούν πάνω από 15 ψήφους ο καθένας, συμπεριλαμβανομένου της δικής τους.

Οι μετοχές των ιδρυτών αναγνωρίζονταν με νούμερα από το 1 έως το 1.000 και έπρεπε να είναι υπογεγραμμένες από τη διοίκηση της εταιρίας. Επιπλέον, τα προνόμια συνδέονταν με τις μετοχές και κατ’ επέκταση ήταν μεταφερόμενα στον οποιοδήποτε επόμενο αγοραστή. Η μετοχή με το Νούμερο 1 ήταν καταγεγραμμένη στον Andrea Francesco Altesti, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Generali το 1832 – 1833 και ικανό έμπορο, πολλά χρόνια στην υπηρεσία της Ρωσικής Διπλωματίας την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης και του Αλέξανδρου Ι. Στο πίσω μέρος της μετοχής, που διατηρείται στα Ιστορικά Αρχεία της Generali, η μεταβίβαση καταχωρείται στον Pasquale Revoltella, υποστηρικτή του καναλιού του Σουέζ και εξέχουσα φυσιογνωμία τόσο της Τεργέστης όσο και της Generali.

Η καινοτομία αυτή, των εκτεταμένων εταιρικών βάσεων και του μεγάλου μετοχικού κεφαλαίου, δεν άργησε να αποφέρει θετικά αποτελέσματα. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της, η Generali είχε καθαρό κέρδος άνω των 17.000 φιορινίων. Τον Απρίλιο του 1832, οι μετοχές ανήλθαν σε 1.239 (544 μετοχές εκπροσωπήθηκαν στη γενική συνέλευση της Generali) και ο αριθμός αυξανόταν καθημερινά. Το 1856, λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή της, το μετοχικό κεφάλαιο αυξήθηκε από 2 εκατ. σε 4 εκατ. αυστριακά φιορίνια (χωρισμένα σε 4.000 μετοχές), σε 5,25 εκατ. αυστριακά φιορίνια το 1880 (χωρίστηκαν σε 5.000 μερίδια 1.050 φιορίνια ονομαστικής αξίας), και ξεπέρασε τα 6 εκατ. στις αρχές του 20ου αιώνα.

Δύο καινοτόμες πτυχές αναγνωρίζονται στην ίδρυση της Generali: το εταιρικό νομικό μοντέλο (η μετοχική εταιρεία, η οποία διευκόλυνε την άντληση ενός τεράστιου ποσού κεφαλαίου που απαιτείται για μια τόσο ευρεία επιχείρηση και η οποία περιλάμβανε την κατανομή κεφαλαίου μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού μετόχων, που δεν υπόκεινται στην πλειοψηφία ενός μεμονωμένου ομίλου) και το επιχειρηματικό μοντέλο (ασφάλιση «παντός κινδύνου», που επεκτάθηκε σε πολλούς κλάδους και όχι μόνο στις θαλάσσιες και χερσαίες μεταφορές, όπως ήταν το έθιμο της εποχής, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλισης ζωής). Και τα δύο αυτά στοιχεία αντικατοπτρίζονται στην επιλογή του ονόματος Assicurazioni Generali Austro-Italiche.